- βαρειᾶν
- βαρύςheavy in weightfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρεῖαν — βαρύς heavy in weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RASTRUM — quibusdam ex veterib. Grammaticis ςκάφιον et ςκαπάνη, sed hocrutrum potius, qumam rastrum: Rastri enim eradendae potius et poliendaeterrae, quam fodiendaefacti sunt. Hinc rutra a rastris secernit Cato; quae perperam hodie confunduntur. Erant… … Hofmann J. Lexicon universale
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
επάντλησις — ἐπάντλησις, η (Α) [επαντλώ] 1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.) 2. άντληση νερού … Dictionary of Greek
καταπελεμίζω — (Α) (επιτ. τ. τού πελεμίζω*) καταφέρω («κὰδ δὲ βαρεῑαν χεῑρ ἐπὶ οἱ πελέμιζεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πελεμίζω «σείω, κάνω κάτι να τρέμει»] … Dictionary of Greek
περιπληθής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ ἀγαθή», Ομ. Οδ.) 2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.) 3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο 4. αυτός που είναι πολύ… … Dictionary of Greek
πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… … Dictionary of Greek